ασπροφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ασπροφορώ | ασπροφορούσα | θα ασπροφορώ | να ασπροφορώ | ασπροφορώντας | |
| β' ενικ. | ασπροφορείς | ασπροφορούσες | θα ασπροφορείς | να ασπροφορείς | (ασπροφόρει) | |
| γ' ενικ. | ασπροφορεί | ασπροφορούσε | θα ασπροφορεί | να ασπροφορεί | ||
| α' πληθ. | ασπροφορούμε | ασπροφορούσαμε | θα ασπροφορούμε | να ασπροφορούμε | ||
| β' πληθ. | ασπροφορείτε | ασπροφορούσατε | θα ασπροφορείτε | να ασπροφορείτε | ασπροφορείτε | |
| γ' πληθ. | ασπροφορούν(ε) | ασπροφορούσαν(ε) | θα ασπροφορούν(ε) | να ασπροφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ασπροφόρησα | θα ασπροφορήσω | να ασπροφορήσω | ασπροφορήσει | ||
| β' ενικ. | ασπροφόρησες | θα ασπροφορήσεις | να ασπροφορήσεις | ασπροφόρησε | ||
| γ' ενικ. | ασπροφόρησε | θα ασπροφορήσει | να ασπροφορήσει | |||
| α' πληθ. | ασπροφορήσαμε | θα ασπροφορήσουμε | να ασπροφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | ασπροφορήσατε | θα ασπροφορήσετε | να ασπροφορήσετε | ασπροφορήστε | ||
| γ' πληθ. | ασπροφόρησαν ασπροφορήσαν(ε) |
θα ασπροφορήσουν(ε) | να ασπροφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ασπροφορήσει | είχα ασπροφορήσει | θα έχω ασπροφορήσει | να έχω ασπροφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ασπροφορήσει | είχες ασπροφορήσει | θα έχεις ασπροφορήσει | να έχεις ασπροφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ασπροφορήσει | είχε ασπροφορήσει | θα έχει ασπροφορήσει | να έχει ασπροφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ασπροφορήσει | είχαμε ασπροφορήσει | θα έχουμε ασπροφορήσει | να έχουμε ασπροφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ασπροφορήσει | είχατε ασπροφορήσει | θα έχετε ασπροφορήσει | να έχετε ασπροφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ασπροφορήσει | είχαν ασπροφορήσει | θα έχουν ασπροφορήσει | να έχουν ασπροφορήσει |
| |
Μεταφράσεις
ασπροφορώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.