λεονταρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λεονταρίζω < λεονταρισμός + -ίζω (αναδρομικός σχηματισμός)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λεονταρίζω | λεοντάριζα | θα λεονταρίζω | να λεονταρίζω | λεονταρίζοντας | |
| β' ενικ. | λεονταρίζεις | λεοντάριζες | θα λεονταρίζεις | να λεονταρίζεις | λεοντάριζε | |
| γ' ενικ. | λεονταρίζει | λεοντάριζε | θα λεονταρίζει | να λεονταρίζει | ||
| α' πληθ. | λεονταρίζουμε | λεονταρίζαμε | θα λεονταρίζουμε | να λεονταρίζουμε | ||
| β' πληθ. | λεονταρίζετε | λεονταρίζατε | θα λεονταρίζετε | να λεονταρίζετε | λεονταρίζετε | |
| γ' πληθ. | λεονταρίζουν(ε) | λεοντάριζαν λεονταρίζαν(ε) |
θα λεονταρίζουν(ε) | να λεονταρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λεοντάρισα | θα λεονταρίσω | να λεονταρίσω | λεονταρίσει | ||
| β' ενικ. | λεοντάρισες | θα λεονταρίσεις | να λεονταρίσεις | λεοντάρισε | ||
| γ' ενικ. | λεοντάρισε | θα λεονταρίσει | να λεονταρίσει | |||
| α' πληθ. | λεονταρίσαμε | θα λεονταρίσουμε | να λεονταρίσουμε | |||
| β' πληθ. | λεονταρίσατε | θα λεονταρίσετε | να λεονταρίσετε | λεονταρίστε | ||
| γ' πληθ. | λεοντάρισαν λεονταρίσαν(ε) |
θα λεονταρίσουν(ε) | να λεονταρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λεονταρίσει | είχα λεονταρίσει | θα έχω λεονταρίσει | να έχω λεονταρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λεονταρίσει | είχες λεονταρίσει | θα έχεις λεονταρίσει | να έχεις λεονταρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λεονταρίσει | είχε λεονταρίσει | θα έχει λεονταρίσει | να έχει λεονταρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λεονταρίσει | είχαμε λεονταρίσει | θα έχουμε λεονταρίσει | να έχουμε λεονταρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λεονταρίσει | είχατε λεονταρίσει | θα έχετε λεονταρίσει | να έχετε λεονταρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λεονταρίσει | είχαν λεονταρίσει | θα έχουν λεονταρίσει | να έχουν λεονταρίσει |
| |
Μεταφράσεις
λεονταρίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.