λεξιλάγνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λεξιλάγνος < λέξις + λάγνος

Ουσιαστικό

λεξιλάγνος αρσενικό

  1. αυτός που αρέσκεται να χρησιμοποιεί σπάνιες ή περίεργες λέξεις ή περίπλοκες διατυπώσεις
  2. (μεταφορικά) ο πολυλογάς, ο φλύαρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.