λεξιλάγνος
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
λεξιλάγνος αρσενικό
- αυτός που αρέσκεται να χρησιμοποιεί σπάνιες ή περίεργες λέξεις ή περίπλοκες διατυπώσεις
- (μεταφορικά) ο πολυλογάς, ο φλύαρος
Μεταφράσεις
λεξιλάγνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.