λισσός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λισσός λισσή τὸ λισσόν
      γενική τοῦ λισσοῦ τῆς λισσῆς τοῦ λισσοῦ
      δοτική τῷ λισσ τῇ λισσ τῷ λισσ
    αιτιατική τὸν λισσόν τὴν λισσήν τὸ λισσόν
     κλητική ! λισσέ λισσή λισσόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λισσοί αἱ λισσαί τὰ λισσᾰ́
      γενική τῶν λισσῶν τῶν λισσῶν τῶν λισσῶν
      δοτική τοῖς λισσοῖς ταῖς λισσαῖς τοῖς λισσοῖς
    αιτιατική τοὺς λισσούς τὰς λισσᾱ́ς τὰ λισσᾰ́
     κλητική ! λισσοί λισσαί λισσᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λισσώ τὼ λισσᾱ́ τὼ λισσώ
      γεν-δοτ τοῖν λισσοῖν τοῖν λισσαῖν τοῖν λισσοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λισσός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

λισσός, -ή, -όν

  1. λείος, ομαλός, ολισθηρός
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 293 (293-294)
    ἔστι δέ τις λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη | ἐσχατιῇ Γόρτυνος, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ,
    Είναι ένας βράχος λείος, που στέκει κατακόρυφος στη θάλασσα, | στα πέρατα της Γόρτυνας, στο θολωμένο πέλαγο·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.922, @scaife.perseus
    τῇ μὲν γὰρ Σκύλλης λισσὴ προυφαίνετο πέτρη·
     συνώνυμα: λεῖος, λίσπος, λίς
  2. πτωχός, ενδεής
  3. αναξιόχρεος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.