λάχανα

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

λάχανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

λάχανα



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

λάχανα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. λαχανικά
  2. λαχαναγορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.