λάτε
Νέα ελληνικά (el)

Καφές λάτε
Ετυμολογία
- λάτε < (άμεσο δάνειο) ιταλική caffè latte ή caffellatte, καφές με γάλα· → δείτε και τη λέξη latte
- λάττε (μη απλοποιημένη)
Επίθετο
λάτε άκλιτο
- χαρακτηρισμός καφέ με γάλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.