καφέ-ω-λαι

Νέα ελληνικά (el)

καφέ-ω-λαι

Ετυμολογία

καφέ-ω-λαι < (άμεσο δάνειο) γαλλική café au lait (καφές με γάλα)

Ουσιαστικό

καφέ-ω-λαι ουδέτερο άκλιτο

  1. καφές με γάλα, συνήθως καφές φίλτρου
      Γράφει τώρα κι αυτή τα «ιερά κείμενά» της – κολυμβητές της μιάς σταγόνoς , με τις μικρές προσωπικές υποπεριπτωσούλες τους – και πίνει «καφέ - ω - λαι» σε στάση λελεκιού κάθε μεσημέρι , στα μπαρ ή στα πατάρια (Ρένος, Κριτική του μεταπολέμου, 1962, σελ. 20)
  2. (χρώμα) ανοικτό καφέ χρώμα, όμοιο με αυτό του καφέ με γάλα
      τα βολάν, οι νταντέλλες, οι φαρδιές κορδέλλες, «ζωντανά λουλούδια και καθώς λένε, και οι μονόχρωμες ζακέττες μπλε μαρέν, γκρί, καφέ - ω - λαι, μαρρόν, των κυρίων με τα άσπρα γάντια και τα παρδαλά γιλέκα (Θανάσης Πετσαλή-Διομήδης, Ελληνικός Όρθρος:το χρονικό του μεγάλου σηκωμού τόμος 2, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου, 1997, σελ. 1015)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.