λάιτ μοτίφ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlai̯t.moˈtif/
Ουσιαστικό
λάιτ μοτίφ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) επαναλαμβανόμενο σύντομο μουσικό μοτίβο, με παραπομπή σε χαρακτήρες ή συναισθήματα, ενσωματωμένο σε μεγαλύτερα μουσικά έργα, όπερες, όπως του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wagner)
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε επαναλαμβανόμενο σύντομο μοτίβο σε λόγο, κείμενο, λογοτεχνικά ή άλλα κείμενα, σε ζωγραφικά έργα κ.λπ., που δίνει τον τόνο και φωτίζει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο το λόγο, το έργο ή τον δημιουργό
- λαϊτμοτίφ [3]
- λάιτ μοτίβ
-
Leitmotiv στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- λάιτ μοτίφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε για τις όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wagner)
- «λαϊτμοτίφ» στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.