κ.τ.ὅ.
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
→
δείτε
τις
λέξεις
καί
,
τά
,
ὅμοιος
και
όμοιος
στο ουδέτερο πληθυντικό
Συντομομορφή
κ.τ.ὅ.
συντομογραφία
(
παρωχημένο
)
καὶ τὰ ὅμοια
,
πολυτονική γραφή
του
κ.τ.ό.
κ.τ.λ.
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.