κόντα

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κόντα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κόντα θηλυκό

  1. καταληκτικό τμήμα σύνθεσης-μουσικού κομματιού (κυρίως σονάτας)
  2. (μεταφορικά) ο επίλογος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.