κομπόστ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομπόστ < (λόγιο δάνειο) γαλλική compost
Κάδος με κομπόστ.

Ουσιαστικό

κομπόστ ουδέτερο άκλιτο και κόμποστ

  • τύπος οργανικού υποστρώματος που προέρχεται από την αποσύνθεση φυτικών υπολειμμάτων μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία

Μεταφράσεις

Πηγές

  • κομπόστ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.