κυπάρισσος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ουσιαστικό

κυπάρισσος θηλυκό

Απόγονοι

κυπάρισσος (αρχαία ελληνικά)

λατινικά: cupressus
αγγλικά: cypress
γαλλικά: cyprès
ισπανικά: ciprés
ιταλικά: cipresso

από το υποκοριστικό κυπαρίσσιον (ελληνιστική κοινή, ουδέτερο)

μεσαιωνικά ελληνικά: κυπαρίσσι, κυπαρίσσιν
νέα ελληνικά: κυπαρίσσι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.