κυνικοί
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
κυνικοί αρσενικό στον πληθυντικό
- αρχαίοι φιλόσοφοι (Αντισθένης, Διογένης...) που περιφρονούσαν τις ηθικές και κοινωνικές προκαταλήψεις στο όνομα μιας επιστροφής στη φύση
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.