κυβίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κυβίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυβίζω
  2. θα κυβίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυβίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κυβίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κύβιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.