κτηνοτροφικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κτηνοτροφικά < κτηνοτροφικός + -ά
Μεταφράσεις
κτηνοτροφικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κτηνοτροφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κτηνοτροφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.