κτηνοτροφικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κτηνοτροφικά < κτηνοτροφικός +

Επίρρημα

κτηνοτροφικά

  1. με τον τρόπο των κτηνοτρόφων
  2. από την άποψη ή πλευρά της κτηνοτροφίας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κτηνοτροφικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.