κρυφοκοιτάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρυφοκοιτάζομαι < κρυφοκοιτάζω
Ρήμα
κρυφοκοιτάζομαι, κρυφοκοιτιέμαι
- ανταλλάσσω βλέμματα με κάποιον άλλο στα γρήγορα, χωρίς οι άλλοι να το αντιληφθούν
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.