κρυσταλλώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κρυσταλλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρυσταλλώνω
  2. θα κρυσταλλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρυσταλλώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κρυσταλλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρυστάλλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.