κρονόληρος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρονόληρος < (ελληνιστική κοινή) Κρονόληρος < Κρόνος + λῆρος
Ουσιαστικό
κρονόληρος αρσενικό
- γεροξεκούτης
- ※ Το αηδές θέαμα αζώστου, εγκυμονούσης ή θηλαζούσης γυναικός ώθησεν ημάς εις τα μοναστήρια, και ουχί Αγγέλων οπτασίαι ή όρεξις ξηρού άρτου, ως διηγούνται οι κρονόληροι αγιογράφοι (Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, 1866)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κρονόληρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.