κρατικοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κρατικοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατικοποιώ
  2. θα κρατικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατικοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κρατικοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρατικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.