κουτσουρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
κουτσουρεύω
- κλαδεύω ένα φυτό πάρα πολύ και με κακό τρόπο
- (μεταφορικά) ακρωτηριάζω κάποιον
- (μεταφορικά) κάνω περικοπές, μειώνω
Συγγενικά
- ακουτσούρευτος
- κουτσούρεμα
- κουτσουρεμένος
- → δείτε τη λέξη κούτσουρο
Μεταφράσεις
κουτσουρεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.