κοσμηματοπωλεῖον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κοσμηματοπωλεῖον τὰ κοσμηματοπωλεῖα
      γενική τοῦ κοσμηματοπωλείου τῶν κοσμηματοπωλείων
      δοτική τῷ κοσμηματοπωλεί τοῖς κοσμηματοπωλείοις
    αιτιατική τὸ κοσμηματοπωλεῖον τὰ κοσμηματοπωλεῖα
     κλητική ! κοσμηματοπωλεῖον κοσμηματοπωλεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμηματοπωλεῖον < (μαρτυρείται από το 1889)[1]  και δείτε τη λέξη κοσμηματοπωλείο

Ουσιαστικό

κοσμηματοπωλεῖον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

  1. σελ. 566, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.