κορίγονος
Νέα ελληνικά (el)

Κορίγονος της οικογενείας των σολομονιδών που επιζεί σε καθαρά και κρύα νερά.
Ετυμολογία
- κορίγονος < αρχαία ελληνική κόρις και γόνος
Ουσιαστικό
κορίγονος αρσενικό
- ψάρι, λευκόσαρκο ενδημικό των γλυκών υδάτων του βορείου ημισφαιρίου (επιστημονική ονομασία
Coregonus. Στην Ελλάδα αλιεύεται κυρίως στις λίμνες Αγίου Πανελεήμονα, Βεγορίτιδας και Πετρών Φλώρινας.
-
Κορήγονος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κορίγονος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.