κομψά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομψά < κομψός

Επίρρημα

κομψά (τροπικό)

  1. με καλαίσθητο κι επιμελημένο τρόπο
  2. με λεπτότητα και διακριτικότητα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κομψά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.