αυταπατώμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυταπατώμαι < αυταπάτη + -ώμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fta.paˈto.me/
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυταπατώμαι | αυταπατόμουν | θα αυταπατώμαι | να αυταπατώμαι | ||
| β' ενικ. | αυταπατάσαι | αυταπατόσουν | θα αυταπατάσαι | να αυταπατάσαι | ||
| γ' ενικ. | αυταπατάται | αυταπατόταν | θα αυταπατάται | να αυταπατάται | ||
| α' πληθ. | αυταπατώμεθα - αυταπατόμαστε | αυταπατόμασταν | θα αυταπατώμεθα - αυταπατόμαστε | να αυταπατώμεθα - αυταπατόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυταπατάσθε - αυταπατάστε | αυταπατόσασταν | θα αυταπατάσθε - αυταπατάστε | να αυταπατάσθε - αυταπατάστε | αυταπατάσθε - αυταπατάστε | |
| γ' πληθ. | αυταπατώνται | αυταπατόνταν - αυταπατόντουσαν | θα αυταπατώνται | να αυταπατώνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυταπατήθηκα | θα αυταπατηθώ | να αυταπατηθώ | αυταπατηθεί | ||
| β' ενικ. | αυταπατήθηκες | θα αυταπατηθείς | να αυταπατηθείς | αυταπατήσου | ||
| γ' ενικ. | αυταπατήθηκε | θα αυταπατηθεί | να αυταπατηθεί | |||
| α' πληθ. | αυταπατηθήκαμε | θα αυταπατηθούμε | να αυταπατηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυταπατηθήκατε | θα αυταπατηθείτε | να αυταπατηθείτε | αυταπατηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυταπατήθηκαν αυταπατηθήκαν(ε) |
θα αυταπατηθούν(ε) | να αυταπατηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυταπατηθεί | είχα αυταπατηθεί | θα έχω αυταπατηθεί | να έχω αυταπατηθεί | αυταπατημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυταπατηθεί | είχες αυταπατηθεί | θα έχεις αυταπατηθεί | να έχεις αυταπατηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυταπατηθεί | είχε αυταπατηθεί | θα έχει αυταπατηθεί | να έχει αυταπατηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυταπατηθεί | είχαμε αυταπατηθεί | θα έχουμε αυταπατηθεί | να έχουμε αυταπατηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυταπατηθεί | είχατε αυταπατηθεί | θα έχετε αυταπατηθεί | να έχετε αυταπατηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυταπατηθεί | είχαν αυταπατηθεί | θα έχουν αυταπατηθεί | να έχουν αυταπατηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.