κολπῖτις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κολπῖτις αἱ κολπίτιδες
      γενική τῆς κολπίτιδος τῶν κολπιτίδων
      δοτική τῇ κολπίτιδι ταῖς κολπίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν κολπῖτιν τὰς κολπίτιδας
     κλητική ! κολπῖτι κολπίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολπῖτις (μαρτυρείται από το 1876) [1]  και δείτε τη λέξη κολπίτιδα

Ουσιαστικό

κολπῖτις, -ιδος θηλυκό

Αναφορές

  1. σελ. 556, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.