κοκορίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοκορίζω < ηχομιμητικό από το κοκόρισμα

Ρήμα

κοκορίζω

  1. (για τον κόκορα ) παράγω ήχους
      Τα ορνίθια του χωριού εκοκόριζαν πάλι από γειτονιά σε γειτονιά. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1920) Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα [διήγημα])
  2. παράγω ήχους σαν του κόκορα (όταν έχω κάπως τσιριχτή φωνή)
  3. κάνω καβγά επιπέδου κόκορα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.