κοινωνικοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κοινωνικοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινωνικοποιώ
- θα κοινωνικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινωνικοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κοινωνικοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοινωνικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.