κοινωνικοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κοινωνικοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινωνικοποιώ
  2. θα κοινωνικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινωνικοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κοινωνικοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοινωνικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.