κιτρινωπά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κιτρινωπά
<
κιτρινωπός
+
-ά
Επίρρημα
κιτρινωπά
σε
κιτρινωπή
απόχρωση
,
εμφανίζοντας
κιτρινωπό
χρώμα
Μεταφράσεις
κιτρινωπά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κιτρινωπά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
κιτρινωπό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.