κιρνάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κιρνάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱh₁erh₂-
Ρήμα
κιρνάω
- άλλη μορφή του κεράννυμι
- προσθέτω νερό στο κρασί, τα αναμειγνύω
- νοστιμίζω κάτι αναμειγνύοντας
- αμβλύνω, μετριάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.