κινητροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ni.tɾo.ðoˈto/
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κινητροδοτώ | κινητροδοτούσα | θα κινητροδοτώ | να κινητροδοτώ | κινητροδοτώντας | |
| β' ενικ. | κινητροδοτείς | κινητροδοτούσες | θα κινητροδοτείς | να κινητροδοτείς | ||
| γ' ενικ. | κινητροδοτεί | κινητροδοτούσε | θα κινητροδοτεί | να κινητροδοτεί | ||
| α' πληθ. | κινητροδοτούμε | κινητροδοτούσαμε | θα κινητροδοτούμε | να κινητροδοτούμε | ||
| β' πληθ. | κινητροδοτείτε | κινητροδοτούσατε | θα κινητροδοτείτε | να κινητροδοτείτε | κινητροδοτείτε | |
| γ' πληθ. | κινητροδοτούν(ε) | κινητροδοτούσαν(ε) | θα κινητροδοτούν(ε) | να κινητροδοτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κινητροδότησα | θα κινητροδοτήσω | να κινητροδοτήσω | κινητροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | κινητροδότησες | θα κινητροδοτήσεις | να κινητροδοτήσεις | κινητροδότησε | ||
| γ' ενικ. | κινητροδότησε | θα κινητροδοτήσει | να κινητροδοτήσει | |||
| α' πληθ. | κινητροδοτήσαμε | θα κινητροδοτήσουμε | να κινητροδοτήσουμε | |||
| β' πληθ. | κινητροδοτήσατε | θα κινητροδοτήσετε | να κινητροδοτήσετε | κινητροδοτήστε | ||
| γ' πληθ. | κινητροδότησαν κινητροδοτήσαν(ε) |
θα κινητροδοτήσουν(ε) | να κινητροδοτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κινητροδοτήσει | είχα κινητροδοτήσει | θα έχω κινητροδοτήσει | να έχω κινητροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κινητροδοτήσει | είχες κινητροδοτήσει | θα έχεις κινητροδοτήσει | να έχεις κινητροδοτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κινητροδοτήσει | είχε κινητροδοτήσει | θα έχει κινητροδοτήσει | να έχει κινητροδοτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κινητροδοτήσει | είχαμε κινητροδοτήσει | θα έχουμε κινητροδοτήσει | να έχουμε κινητροδοτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κινητροδοτήσει | είχατε κινητροδοτήσει | θα έχετε κινητροδοτήσει | να έχετε κινητροδοτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κινητροδοτήσει | είχαν κινητροδοτήσει | θα έχουν κινητροδοτήσει | να έχουν κινητροδοτήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κινητροδοτούμαι | κινητροδοτούμουν | θα κινητροδοτούμαι | να κινητροδοτούμαι | κινητροδοτούμενος | |
| β' ενικ. | κινητροδοτείσαι | κινητροδοτούσουν | θα κινητροδοτείσαι | να κινητροδοτείσαι | ||
| γ' ενικ. | κινητροδοτείται | κινητροδοτούνταν | θα κινητροδοτείται | να κινητροδοτείται | ||
| α' πληθ. | κινητροδοτούμαστε | κινητροδοτούμασταν κινητροδοτούμαστε |
θα κινητροδοτούμαστε | να κινητροδοτούμαστε | ||
| β' πληθ. | κινητροδοτείστε | κινητροδοτούσασταν κινητροδοτούσαστε |
θα κινητροδοτείστε | να κινητροδοτείστε | κινητροδοτείστε | |
| γ' πληθ. | κινητροδοτούνται | κινητροδοτούνταν | θα κινητροδοτούνται | να κινητροδοτούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κινητροδοτήθηκα | θα κινητροδοτηθώ | να κινητροδοτηθώ | κινητροδοτηθεί | ||
| β' ενικ. | κινητροδοτήθηκες | θα κινητροδοτηθείς | να κινητροδοτηθείς | κινητροδοτήσου | ||
| γ' ενικ. | κινητροδοτήθηκε | θα κινητροδοτηθεί | να κινητροδοτηθεί | |||
| α' πληθ. | κινητροδοτηθήκαμε | θα κινητροδοτηθούμε | να κινητροδοτηθούμε | |||
| β' πληθ. | κινητροδοτηθήκατε | θα κινητροδοτηθείτε | να κινητροδοτηθείτε | κινητροδοτηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κινητροδοτήθηκαν κινητροδοτηθήκαν(ε) |
θα κινητροδοτηθούν(ε) | να κινητροδοτηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κινητροδοτηθεί | είχα κινητροδοτηθεί | θα έχω κινητροδοτηθεί | να έχω κινητροδοτηθεί | κινητροδοτημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κινητροδοτηθεί | είχες κινητροδοτηθεί | θα έχεις κινητροδοτηθεί | να έχεις κινητροδοτηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κινητροδοτηθεί | είχε κινητροδοτηθεί | θα έχει κινητροδοτηθεί | να έχει κινητροδοτηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κινητροδοτηθεί | είχαμε κινητροδοτηθεί | θα έχουμε κινητροδοτηθεί | να έχουμε κινητροδοτηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κινητροδοτηθεί | είχατε κινητροδοτηθεί | θα έχετε κινητροδοτηθεί | να έχετε κινητροδοτηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κινητροδοτηθεί | είχαν κινητροδοτηθεί | θα έχουν κινητροδοτηθεί | να έχουν κινητροδοτηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κινητροδοτημένος - είμαστε, είστε, είναι κινητροδοτημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κινητροδοτημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κινητροδοτημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κινητροδοτημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κινητροδοτημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κινητροδοτημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κινητροδοτημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.