αντικινητροδοτώ
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντικινητροδοτώ < αντι- + κινητροδοτώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.ci.ni.tɾo.ðoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐κι‐νη‐τρο‐δο‐τώ
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντικινητροδοτώ | αντικινητροδοτούσα | θα αντικινητροδοτώ | να αντικινητροδοτώ | αντικινητροδοτώντας | |
| β' ενικ. | αντικινητροδοτείς | αντικινητροδοτούσες | θα αντικινητροδοτείς | να αντικινητροδοτείς | (αντικινητροδότει) | |
| γ' ενικ. | αντικινητροδοτεί | αντικινητροδοτούσε | θα αντικινητροδοτεί | να αντικινητροδοτεί | ||
| α' πληθ. | αντικινητροδοτούμε | αντικινητροδοτούσαμε | θα αντικινητροδοτούμε | να αντικινητροδοτούμε | ||
| β' πληθ. | αντικινητροδοτείτε | αντικινητροδοτούσατε | θα αντικινητροδοτείτε | να αντικινητροδοτείτε | αντικινητροδοτείτε | |
| γ' πληθ. | αντικινητροδοτούν(ε) | αντικινητροδοτούσαν(ε) | θα αντικινητροδοτούν(ε) | να αντικινητροδοτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντικινητροδότησα | θα αντικινητροδοτήσω | να αντικινητροδοτήσω | αντικινητροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | αντικινητροδότησες | θα αντικινητροδοτήσεις | να αντικινητροδοτήσεις | αντικινητροδότησε | ||
| γ' ενικ. | αντικινητροδότησε | θα αντικινητροδοτήσει | να αντικινητροδοτήσει | |||
| α' πληθ. | αντικινητροδοτήσαμε | θα αντικινητροδοτήσουμε | να αντικινητροδοτήσουμε | |||
| β' πληθ. | αντικινητροδοτήσατε | θα αντικινητροδοτήσετε | να αντικινητροδοτήσετε | αντικινητροδοτήστε | ||
| γ' πληθ. | αντικινητροδότησαν αντικινητροδοτήσαν(ε) |
θα αντικινητροδοτήσουν(ε) | να αντικινητροδοτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντικινητροδοτήσει | είχα αντικινητροδοτήσει | θα έχω αντικινητροδοτήσει | να έχω αντικινητροδοτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντικινητροδοτήσει | είχες αντικινητροδοτήσει | θα έχεις αντικινητροδοτήσει | να έχεις αντικινητροδοτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντικινητροδοτήσει | είχε αντικινητροδοτήσει | θα έχει αντικινητροδοτήσει | να έχει αντικινητροδοτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντικινητροδοτήσει | είχαμε αντικινητροδοτήσει | θα έχουμε αντικινητροδοτήσει | να έχουμε αντικινητροδοτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντικινητροδοτήσει | είχατε αντικινητροδοτήσει | θα έχετε αντικινητροδοτήσει | να έχετε αντικινητροδοτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντικινητροδοτήσει | είχαν αντικινητροδοτήσει | θα έχουν αντικινητροδοτήσει | να έχουν αντικινητροδοτήσει |
| |
Μεταφράσεις
αντικινητροδοτώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.