κατοχυρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κατοχυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοχυρώνω
- θα κατοχυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοχυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κατοχυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατοχύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.