καταχερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταχερίζω < κατά + χέρι + -ίζω, μεσαιωνική ελληνική
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταχερίζω | καταχέριζα | θα καταχερίζω | να καταχερίζω | καταχερίζοντας | |
| β' ενικ. | καταχερίζεις | καταχέριζες | θα καταχερίζεις | να καταχερίζεις | καταχέριζε | |
| γ' ενικ. | καταχερίζει | καταχέριζε | θα καταχερίζει | να καταχερίζει | ||
| α' πληθ. | καταχερίζουμε | καταχερίζαμε | θα καταχερίζουμε | να καταχερίζουμε | ||
| β' πληθ. | καταχερίζετε | καταχερίζατε | θα καταχερίζετε | να καταχερίζετε | καταχερίζετε | |
| γ' πληθ. | καταχερίζουν(ε) | καταχέριζαν καταχερίζαν(ε) |
θα καταχερίζουν(ε) | να καταχερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταχέρισα | θα καταχερίσω | να καταχερίσω | καταχερίσει | ||
| β' ενικ. | καταχέρισες | θα καταχερίσεις | να καταχερίσεις | καταχέρισε | ||
| γ' ενικ. | καταχέρισε | θα καταχερίσει | να καταχερίσει | |||
| α' πληθ. | καταχερίσαμε | θα καταχερίσουμε | να καταχερίσουμε | |||
| β' πληθ. | καταχερίσατε | θα καταχερίσετε | να καταχερίσετε | καταχερίστε | ||
| γ' πληθ. | καταχέρισαν καταχερίσαν(ε) |
θα καταχερίσουν(ε) | να καταχερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταχερίσει | είχα καταχερίσει | θα έχω καταχερίσει | να έχω καταχερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταχερίσει | είχες καταχερίσει | θα έχεις καταχερίσει | να έχεις καταχερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταχερίσει | είχε καταχερίσει | θα έχει καταχερίσει | να έχει καταχερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταχερίσει | είχαμε καταχερίσει | θα έχουμε καταχερίσει | να έχουμε καταχερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταχερίσει | είχατε καταχερίσει | θα έχετε καταχερίσει | να έχετε καταχερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταχερίσει | είχαν καταχερίσει | θα έχουν καταχερίσει | να έχουν καταχερίσει |
| |
Μεταφράσεις
καταχερίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.