κατακρημνίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κατακρημνίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακρημνίζω
  2. θα κατακρημνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακρημνίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κατακρημνίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατακρήμνιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.