κατακρημνίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κατακρημνίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακρημνίζω
- θα κατακρημνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακρημνίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κατακρημνίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατακρήμνιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.