κατά κόρον
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
κατά κόρον
- υπερβολικά, μέχρι κορεσμού
- αν και ξεπερασμένη, η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται ακόμα κατά κόρον
Μεταφράσεις
κατά κόρον
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.