κατάσχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατάσχομαι: παθητική φωνή του ρήματος κατάσχω
Ρήμα
κατάσχομαι, στ.μέλλ.: θα κατασχεθώ, αόρ.: κατασχέθηκα, μτχ.π.π.: κατασχεμένος
- με κατάσχουν
- μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών κατασχέθηκε από την αστυνομία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.