καρδῖτις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρδῖτις αἱ καρδίτιδες
      γενική τῆς καρδίτιδος τῶν καρδιτίδων
      δοτική τῇ καρδίτιδι ταῖς καρδίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν καρδῖτιν τὰς καρδίτιδας
     κλητική ! καρδῖτι καρδίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδῖτις (μαρτυρείται από το 1893)[1] >  δείτε τη λέξη καρδίτιδα

Ουσιαστικό

καρδῖτις, -ιδος θηλυκό

Συγγενικά

  • Καρδίτης (ταξινομικό γένος)

Αναφορές

  1. σελ. 519, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.