καραόκε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈo.ke/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐ό‐κε
Ουσιαστικό
καραόκε ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) μορφή διασκέδασης, αρχικά από την Ιαπωνία, στην οποία παίζονται ηχογραφήσεις τραγουδιών χωρίς τη φωνή του τραγουδιστή, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τραγουδούν οι ίδιοι τους στίχους του τραγουδιού
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.