καρατομέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καρατομέω < καρατόμος < κάρα (κεφάλι) + τέμνω

Ρήμα

καρατομέω/καρατομῶ

Συγγενικά

  • καρατόμησις
  • καρατομία
  • καρατόμος
  • καράτομος
  •  και δείτε τις λέξεις κάρα και τέμνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.