καπτάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καπτάν < καπετάν
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈptan/
Ουσιαστικό
καπτάν αρσενικό άκλιτο
- άκλιτο προτακτικό, καπετάν, καπετάνιος
- καπτάν Γιώργης
- σε παρατακτικά σύνθετα, με ενωτικό
- είσαι ο καπτάν-φασαρίας της τάξης!
Σημειώσεις
- Για τη χρήση του ενωτικού, δείτε Σημειώσεις.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.