κανονιστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κανονιστική | ||
| γενική | της | κανονιστικής | ||
| αιτιατική | την | κανονιστική | ||
| κλητική | κανονιστική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανονιστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κανονιστική θηλυκό στον ενικό
- οτιδήποτε ρυθμίζει και κανονίζει συστημικά-συστηματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κανονιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κανονιστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.