καλοστρώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ρήμα

καλοστρώνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος καλοστρώνω
  2. (οικείο) ασχολούμαι με πολλή όρεξη και επισταμένως με κάτι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.