καλοκαιριάζει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλοκαιριάζει < καλοκαιριάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.ceɾˈʝa.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐και‐ριά‐ζει
Ρήμα
καλοκαιριάζει, αόρ.: καλοκαίρισε (χωρίς παθητική φωνή) (απρόσωπο ρήμα)
- αρχίζει το καλοκαίρι
- γίνεται καλύτερος ο καιρός από χειρότερος που ήταν (ακόμα και σε άλλη εποχή εκτός καλοκαιριού)
Συγγενικά
- καλοκαίριασμα
- → δείτε τις λέξεις καλοκαίρι, καλός και καιρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.