κακαβολίθια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακαβολίθια < κακάβ(ι) + -ο- + λίθος, λιθάρι, θέμα λιθ- + κατάληξη ουδέτερου στον πληθυντικό -ια (Χρειάζεται εξέταση, μήπως υπάρχει και στον ενικό)

Ουσιαστικό

κακαβολίθια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές

  • Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελίδα 482
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.