κακάβι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακάβι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κακάβι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό) το λεβέτι, χάλκινο καζάνι μεσαίου μεγέθους

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.