κάνω ζάφτι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάνω ζάφτι <  δείτε τις λέξεις κάνω και ζάφτι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkano ˈzafti/

Έκφραση

κάνω ζάφτι

  • υποτάσσω, ελέγχω, δαμάζω, επιβάλλομαι
      Πάλευε με τα όλα της η Κλειώ, γιατί, αν και τον Αντώνη τον έκανε εύκολα ζάφτι, τον Γιάννη όμως δύσκολα τον έβαζε κάτω και ήταν κατακόκκινη και η ξανθή πλεξούδα της είχε ξεφτίσει και το φόρεμα της ήταν τσαλακωμένο.
    Πηνελόπη Δέλτα, Τρελαντώνης, κεφάλαιο Θ΄
      Φέρτε ρακί και τσικουδιά
    να το πίνω, να με πίνει
    να κάνω ζάφτι την καρδιά
    που απ’ αγάπη σβήνει
    να το πίνω, να με πίνει.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Φέρε μου ούζο και ρακί, (1977) Μαυράκη Φωτεινή, στίχοι: Μάρω Μπιζάνη και σύνθεση: Βασίλης Βασιλειάδης, album: Θα τραγουδήσω και θα πω.

  • κάνω ζάπι κάποιον
  • κάνω ζάφτι κάποιον
  • κάνω κάποιον ζάφτι
  • με τους τύπους της κλίσης του ρήματος: κάνω, κάνεις, ... έκανα, έκανες...

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.