κάμπους
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κάμπους
<
αγγλική
campus
<
λατινική
campus
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
kamp
- (
κάμπτω
, [λυγίζω]]
Ουσιαστικό
κάμπους
ουδέτερο
άκλιτο
(
σπάνιο
)
η
πανεπιστημιούπολη
Μεταφράσεις
κάμπους
→
δείτε
τη
λέξη
πανεπιστημιούπολη
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κάμπους
αρσενικό
αιτιατική
πληθυντικού
του
κάμπος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.