ισόβια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισόβια < συντόμευση του ισόβια δεσμά ή του ισόβια κάθειρξη
Μεταφράσεις
ισοβίως, για μια ζωή
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ισόβια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ισόβιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισόβιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.