ισόβια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισόβια < συντόμευση του ισόβια δεσμά ή του ισόβια κάθειρξη

Επίρρημα

ισόβια

  1. ισοβίως, για μια ζωή
  2. (συνεκδοχικά) για πάντα

Ουσιαστικό

ισόβια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η ισόβια κάθειρξη
    καταδικάστηκε τετράκις ισόβια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ισόβια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.