ιστολογικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ιστολογικά
<
ιστολογικός
+
-ά
Επίρρημα
ιστολογικά
από την
πλευρά
/
άποψη
της
ιστολογίας
Μεταφράσεις
ιστολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ιστολογικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ιστολογικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.