ισοσταθμίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.so.staˈθmi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισοσταθμίζομαι
παλιότερος συλλαβισμός: ισοσταθμίζομαι

Ρήμα

ισοσταθμίζομαι, π.αόρ.: ισοσταθμίστηκα, μτχ.π.π.: ισοσταθμισμένος, (ενεργ.: ισοσταθμίζω)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.